- συνδιδασκαλίτης
- ὁ, ΜΑσυνδιδάσκαλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιδάσκαλος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՈՒՍՈՒՄՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0555 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա. ՈՒՍՈՒՄՆԱԿԻՑ կամ ՈՒՍԸՄՆԱԿԻՑ. συμμανθάνων simul vel una discens συμμαθητής condiscipulus, collega եւ ejusdem doctrinae, sectae. Աշակերտակից. կրթեալն ի նոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)